- ἀψινθίῳ
- ἀψίνθιονwormwoodneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀψινθίῳ — Ἀψίνθιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπάσσω — καταπάσσω, αττ. τ. καταπάττω (Α) 1. πασπαλίζω, καταρραντίζω κάτι επιμελώς («ἀψινθίῳ καταπάσσειν μέλι», Μέν.) 2. χύνω ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιο πράγμα 3. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω («κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν», Αριστοφ.).… … Dictionary of Greek